Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

από μικρό

  • 1 Από μικρό και απο κουζουλό μαθαίνεις την αλήθεια

    Устами младенца глаголет истина
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από μικρό και απο κουζουλό μαθαίνεις την αλήθεια

  • 2 Το αγκάθι από μικρό αγκυλώνει

    Даже маленькая заноза боль причиняет
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το αγκάθι από μικρό αγκυλώνει

  • 3 μικρός/

    η, ό [ά, όν ] 1.
    1) маленький, малый, небольшой;

    μικρο χωριό — маленькая деревня;

    μικρό διάστημα χρόνου — небольшой промежуток времени;

    μικρός/ πονόδοντος — слабая зубная боль;

    μικρά έξοδα — мелкие расходы;

    μικρού μεγέθους — или μικρου όγκου — малогабаритный;

    2) маленький, меньший, младший (по возрасту);

    μικρες τάξεις — младшие классы;

    θυμδσαι όταν είμαστε μικροί; — ты помнишь, когда мы были маленькими?;

    είσαι μικρός/ ακόμα — ты мал ещё;

    είσαι πολύ μικρός/ γιά να... — ты ещё слишком мал, чтобы...;

    από μικρό παιδί — с малых лет, с детства;

    από τα μικρά μου χρόνια — с малых лет;

    3) мелкий, незначительный; несерьёзный;

    μικρης σημασίας — маловажный;

    μικρής αξίας — малоценный;

    μικρός/ άνθρωπος — а) маленький, незначительный человек; — б) мелкая душа (о человеке);

    § μικρές ώρες — ночные часы после двенадцати;

    μικρή ταχύτητα — ж.-д. малая скорость;

    μικρ, αλλά θαυματουργός — мал, да удал;

    μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;

    ο ένας πιο μικρός/ απ' τον άλλον — один меньше другого, мал мала меньше;

    μικρόν κατά μικρόν — мало-помалу;

    μετά μικρόν — вскоре;

    προ μικρού — недавно;

    μικρού δείν — без малого...; — едва не..., чуть было не...;

    2. (о, η, τό) маленький мальчик;

    η μικρή — маленькая девочка;

    τό μικρό — ребёнок, малышка;

    3. (ο, η) мальчик (девочка) на побегушках, бой, слуга

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μικρός/

  • 4 παιδί(ον)

    τό
    1) дитя, ребёнок; мальчик; подросток; юноша;

    μη γίνεσαι παιδί(ον) — не ребячься;

    από παιδί(ον) — с детства;

    από μικρό παιδί(ον) — с самого детства, с малых лет;

    2) сын; дочь; ребёнок;

    είναι παιδί(ον) μου — это мой сын (моя дочь);

    παιδί(ον) του λαού — сын народа;

    παιδί(ον) μου! — дитя моё!, сынок!, сыночек!, дочка!, доченька! (обращение);

    3) холостяк, неженатый мужчина;
    4) мальчик на побегушках;

    § παιδί(ον) του δρόμου — уличный мальчишка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παιδί(ον)

  • 5 παιδί(ον)

    τό
    1) дитя, ребёнок; мальчик; подросток; юноша;

    μη γίνεσαι παιδί(ον) — не ребячься;

    από παιδί(ον) — с детства;

    από μικρό παιδί(ον) — с самого детства, с малых лет;

    2) сын; дочь; ребёнок;

    είναι παιδί(ον) μου — это мой сын (моя дочь);

    παιδί(ον) του λαού — сын народа;

    παιδί(ον) μου! — дитя моё!, сынок!, сыночек!, дочка!, доченька! (обращение);

    3) холостяк, неженатый мужчина;
    4) мальчик на побегушках;

    § παιδί(ον) του δρόμου — уличный мальчишка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παιδί(ον)

  • 6 δάκτυλο

    τό
    1) палец;

    μεγάλο ( — или χονδρό) δάκτυλ — большой па'лец;

    δεύτερο δάκτυλ — указательный палец;

    μέσο ( — или μεσαίο) δάκτυλο — средний палец;

    παράμεσο δάκτυλο — безымянный палец;

    μικρό δάκτυλο — мизинец;

    δάκτυλο του ποδιού — палец ноги;

    δείχνω με το δάκτυλο — показывать пальцем;

    2) величиной с палец;

    ένα δάκτυλο σκόνη — пыль толщиной в палец;

    3) перен. капелька, чуточка;

    6*να δάκτυλο κρασί — немного вина, капля вина;

    § μετρίουνται στα δάκτυλα — можно по пальцам пересчитать;

    τον παίζω στα δάκτυλα — он у меня в руках;

    τό ξέρω ( — или παίζω) στα δάκτυλα — знать как свои пять пальцев;

    κρύβομαι πίσω από το δάκτυλο μου стараться скрыть то, что всем известно; прятать голову как страус;
    δέ[ν] μύρισα τα δάκτυλα μου я не мог этого предвидеть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δάκτυλο

  • 7 σηκώνω

    μκτ.
    1) поднимать; держать (груз и т. п.);

    σηκώνω (ο)λίγο — приподнимать;

    σηκώνω τα χέρια ψηλά — поднимать руки вверх;

    σηκώνω τον γιακά — поднимать воротник;

    σηκών άγκυρα (πανιά) — поднимать якорь (паруса);

    σηκώνω τό ποτήρι — поднимать бокал;

    σήκωνα μιαν ώρα το παιδί целый час держал ребёнка на руках;

    σηκώνω σκόνη — поднимать пыль;

    2) строить, воздвигать, возводить;
    σήκωσε ένα τοίχο τρία μέτρα он построил стену высотой в три метра; 3) надстраивать; 4) подбирать (платье); засучивать (рукава); 5) перен. поднимать, вызывать, производить (шум и т. п.); 6) перен. поднимать, будить; 7) поднимать, повышать;

    σηκών τη φωνή — повышать голос;

    8) перен. поднимать против (кого-л.);
    9) перен. выносить, выдерживать, терпеть;

    σηκώνω αστεία — сносить шутки, насмешки;

    10) брать (деньги, ссуду из банка);
    одалживать (деньги); занимать;

    § σηκώνω χέρι σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку; — замахиваться на кого-л.;

    σηκώνω κεφάλι — поднимать голову; — осмелеть; — выступать против;

    σηκώνω τό ανάστημα μου — подниматься во весь рост, распрямляться;

    σηκώνω στο πόδι — поднимать на ноги;

    σηκώνω τα όπλα εναντίον κάποιου — поднимать оружие против кого-л.;

    σηκώνω τα μυαλά κάποιου — сводить кого-л. с ума;

    σηκώνω τό στρώμα — убирать постель;

    σηκώνω τό τραπέζι — убирать со стола;

    σηκώνω τούς ώμους μου — пожимать плечами;

    δε σηκώνει κεφάλι από το βιβλίο — он головы от книги не поднимает, он усердно занимается;

    δεν με σηκώνει το κλίμα εδώ — здешний климат мне не подходит;

    όσα σηκώνει ο νούς — сколько можно вообразить себе;

    ο σιναπισμός σήκωσε горчичник вызвал ожог;
    στις πέντε ακριβώς θα σηκώσουν το νεκρό вынос тела ровно в пять;

    τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

    σηκώνει ακόμα αλεύρι — можно добавить ещё муки;

    δεν θα σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι я даже пальцем не пошевелю;

    σηκώνομαι

    1) — подниматься, вставать;

    2) подниматься (после болезни), поправляться, выздоравливать;
    3) подниматься, возникать (о ветре, буре, шуме); § αυτός είναι σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε он готов выполнить любой приказ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σηκώνω

  • 8 απόδειπνο

    απόδειπνο το
    повечерие – название вечернего богослужения, совершаемого после вечерней трапезы, ужина. Повечерие бывает великое и малое (Μέγα, μικρό απόδειπνο):
    Великое повечерие служится Великим Постом в Понедельник, Вторник, Среду и Четверг. В нем больше псалмов и молитв, чем в малом повечерии
    Этим.
    < απόδειπνον < από δείπνου «после обеда»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > απόδειπνο

См. также в других словарях:

  • Αγιασματάριο ή Μικρό Ευχολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επιτομή του Μεγάλου Ευχολογίου. Το χρησιμοποιούν οι ορθόδοξοι ιερείς όταν τους καλούν στα σπίτια τους οι πιστοί για να τελέσουν τον μικρό αγιασμό ή άλλη παρακλητική ακολουθία. Τα παλαιότερα Α. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • Θεοχάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος. Καταγόταν από την Καισάρεια. Υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη σε κάποιον πλούσιο μπέη και, όταν ξέσπασε o Αγώνας, έκλεψε κοσμήματα του κυρίου του τα οποία πούλησε για vα αγοράσει όπλα. Εξόπλισε μικρό σώμα και… …   Dictionary of Greek

  • κυάθιο — Ταξιανθία που συναντάται στα μέλη της οικογένειας των ευφορβιιδών. Για μεγάλο διάστημα θεωρούσαν το κ. ερμαφρόδιτο λουλούδι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άθροισμα λουλουδιών. Το κεντρικό θηλυκό άνθος βρίσκεται πάνω σε ευλύγιστο ποδίσκο… …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»